απωστικός

απωστικός
-ή, -ό (Α ἀπωστικός, -ή, -όν) [απώστης]
ο ικανός ή κατάλληλος για απώθηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απωστικός — ή, ό βλ. απωθητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπωστικόν — ἀπωστικός rejecting masc acc sg ἀπωστικός rejecting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπωστικῆς — ἀπωστικός rejecting fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπωστική — ἀπωστικός rejecting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπωστικήν — ἀπωστικός rejecting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՄԵՐԺԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0253 Chronological Sequence: 8c ա. ἁπωστικός expellens. Մերժօղ. վանողական. արտաքսողական. *Կորզական իմն յինքն զպակասին՝ զօրութիւն, եւ մերժական աւելւոյ անպիտանին՝ դնելով ʼի մարմնի. Նիւս. կազմ. ՟Լ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • απωθητικός — απωθητικός, ή, ό και απωστικός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην απώθηση, στο να απομακρύνει: Είναι γυναίκα απωθητική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”